- ερωτόλογα
- τα [ερωτόλογος]ερωτοκουβέντες, φιλοφρονητικά λόγια που εκφράζουν τον έρωτα κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκοκουβέντα — η 1. λόγος με φιλοφροσύνη ή κολακεία, ευχάριστος γι αυτόν που ακούει 2. ερωτικός λόγος, ερωτόλογα … Dictionary of Greek
ερωτολόγος — ο αυτός που λέει ερωτόλογα, που ερωτοτροπεί, που φλερτάρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + λόγος. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστ. Βαλαωρίτη] … Dictionary of Greek
τσατίζω — (λ. τουρκ.), τσάτισα, τσατίστηκα, τσατισμένος 1. πειράζω με ερωτόλογα. 2. πειράζω, προσβάλλω, ερεθίζω, εξοργίζω: Με τσάτισε με τα λόγια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)